τσατμάς

τσατμάς
ο
(λ. τουρκ.), λεπτός τοίχος από ξυλοδοκούς που τα ενδιάμεσα κενά τους συμπληρώνονται με πλιθιά ή με ξύλινες πήχες που σουβαντίζονται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσατμάς — ο, Ν λεπτός τοίχος από δοκάρια, τα κενά μεταξύ τών οποίων συμπληρώνονται με πλίνθους, ή από ξύλινους πήχεις καλυμμένους με κονίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. catma] …   Dictionary of Greek

  • φάρσωμα — ώματος, τὸ, ΜΑ μσν. πρόχειρος μεσότοιχος, τσατμάς αρχ. τοποθέτηση τής τρόπιδας ναυπηγούμενου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρσος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλεύρ ωμα: πλευρά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”